- φροντιστικά
- φροντιστικόςneut nom/voc/acc plφροντιστικά̱ , φροντιστικόςfem nom/voc/acc dualφροντιστικά̱ , φροντιστικόςfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φροντιστικάς — φροντιστικά̱ς , φροντιστικός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)